- ναυτομεσίτης
- οαυτός που αναλαμβάνει να εξασφαλίσει, έναντι αμοιβής, στους πλοιοκτήτες πλήρωμα για το πλοίο τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + μεσίτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].
Dictionary of Greek. 2013.